- λόρδων
- λόρδων, -ωνος, ὁ (Α) [λορδός]ως κύριο όν. (με αισχρή σημ.) ὁ Λόρδωνο θεός τής σκόπιμης λόρδωσης, τής ώθησης τή λεκάνης προς τα εμπρός για συνουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόρδωνι — λόρδων the demon of impure masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόρδωσιν — λόρδων the demon of impure masc dat pl λόρδωσις a curvature fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
λόρδος — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek
Θάτσερ, Μάργκαρετ — (Margaret Hilda Roberts Thatcher, Γκράνθαμ, Λινκολσάιαρ 1925 –). Αγγλίδα πολιτικός και πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1979 90). Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και νομική. Εντάχθηκε στο Συντηρητικό Κόμμα και το 1959 εξελέγη… … Dictionary of Greek
Λόιντ Τζορτζ, Ντέιβιντ — (David Lloyd, George Μάντσεστερ 1863 – Λανιστούμντοου, Ουαλία 1945). Άγγλος πολιτικός, πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας (1916 22). Φιλελεύθερος με ριζοσπαστικές τάσεις, εξελέγη για πρώτη φορά το 1890 μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων, απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
αναφορά — Προφορική ή γραπτή έκθεση από κατώτερο σε ανώτερο· γραπτή έκθεση από ιδιώτη σε δημόσια αρχή· καθημερινή ανακοίνωση στον διοικητή μιας στρατιωτικής μονάδας για κάθε πράγμα που αφορά την υπηρεσία ή τους αξιωματικούς και τους οπλίτες (α. λόχου,… … Dictionary of Greek
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek